- φτερουγάω
- φτερουγάω (σπάν. φτερουγώ), φτερούγισα βλ. πίν. 70——————Σημειώσεις:φτερουγάω : ο αόριστος σε -ισα λόγω ισοδυναμίας με το φτερουγίζω.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φτερουγίζω — φτερουγίζω, φτερούγισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. φτερουγάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής